γρύλλου

γρύλλου
γρύλλος
performer in such a dance
masc gen sg
γρῦλος
pig
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • υοειδής — ές / ὑοειδής, ές, ΝΑ 1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Υ 2. φρ. «υοειδὲς οστό» και «ὑοειδές ὀστοῡν» μικρό οστό που έχει σχήμα ύψιλον ανοιχτού προς τα πίσω και το οποίο βρίσκεται, ασύνδετο με τον υπόλοιπο σκελετό, στη βάση τής γλώσσας επάνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”